Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

Ο επίλογος της μεταπολίτευσης

Αν κάποιος μελετήσει την ελληνική ιστορία από το 1821, θα δει ότι υπήρξαν γεγονότα με μηνύματα μεγαλείου, αλλά αυτά αποτελούσαν στιγμές μόνο στην ιστορική διαδρομή. Ετσι θα δούμε ότι ουσιαστικά η οργάνωση νεοελληνικού κράτους με δημοκρατικούς θεσμούς, αποτελεσματικό κρατικό μηχανισμό και εξωτερική πολιτική επετεύχθη μέσα στη διετία 1910-1912, που με πρωθυπουργό τον Ελ. Βενιζέλο η χώρα εκσυγχρονίστηκε και κατάφερε, πέρα από τον διπλασιασμό της, την οργάνωση και λειτουργία σύγχρονου κράτους. Ακολούθησε ο διχασμός με καταστρεπτικά αποτελέσματα, δικτατορίες, το έπος του 1940, κατοχή και εμφύλιος που όχι μόνο δίχασε την ελληνική κοινωνία αλλά τα αποτελέσματά του επηρέασαν τις εξελίξεις μέχρι το 1974.
Το 1974 ο Κ. Καραμανλής ήλθε ως παράκλητος και μπορούσε να αναμορφώσει την ελληνική πολιτική ζωή δημιουργώντας προϋποθέσεις νέας εποχής. Προσέφερε τότε μέγιστο έργο, γιατί έκλεισε το κεφάλαιο του εμφυλίου, θεσπίστηκε δημοκρατικό Σύνταγμα και άρχισε περίοδος πραγματικών πολιτικών ελευθεριών... αλλά δυστυχώς δεν υπήρξε εμβάθυνση των θεσμών. Κι έτσι αντί ανανέωσης της πολιτικής ζωής, «συνταξιοδοτήθηκαν» οι πατέρες και ως δήθεν ανανέωση χρησιμοποιήθηκαν οι γόνοι (χειρότερης νοοτροπίας), ενώ δεν καθιερώθηκε ουσιαστική δημοκρατική οργάνωση κομμάτων και αξιοκρατική στελέχωση του κρατικού μηχανισμού. Ενδεικτικά υπενθυμίζω ότι με εισήγηση συμβούλου του, με μονοκονδυλιά, διαγράφηκε από την τότε ΝΔ μια στελεχιακή ομάδα (αποκληθείσα «κίνηση Βόλβης») γιατί ζητούσε «δημοκρατική οργάνωση κομμάτων και αξιοκρατία με κατάργηση της οικογενειοκρατίας». Ηταν μέγιστο επίτευγμα η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ, αλλά θα υπήρχαν καλύτερα αποτελέσματα αν είχαμε ταυτόχρονα εμβάθυνση θεσμών στη χώρα.
Το ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου έφερε μεν στο προσκήνιο «εαμογενείς» δυνάμεις που βρίσκονταν για δεκαετίες στο περιθώριο και συνετέλεσε να οργανωθούν μαζικά τα πολιτικά κόμματα, αλλά χωρίς βάθος, καθιερώνοντας έναν πρωτοφανή λαϊκισμό με καταστρεπτικά αποτελέσματα για τη χώρα μακροπρόθεσμα - παρότι υπήρξαν και πρωτοβουλίες στελεχών του (δημιουργία ΑΣΕΠ, ΕΣΥ, ΚΕΠ κ.λπ.) θετικές - ενώ την περίοδο των επιγόνων του είχαμε έξαρση διαφθοράς.
Επιγραμματικά μπορούμε να πούμε ότι ο ιστορικός του μέλλοντος αποτιμώντας την περίοδο μετά το 1974 θα επισημάνει το δημοκρατικό Σύνταγμα και την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος αλλά θα σταθεί και στα καταστρεπτικά αποτελέσματα του ανεύθυνου πολιτικού λόγου, της έλλειψης οράματος και της υπερχρέωσης της χώρας. Για αυτήν την περίοδο ο πανεπιστημιακός Β. Φίλιας στο βιβλίο του «Τα αξέχαστα και τα λησμονημένα» γράφει χαρακτηριστικά ότι «ποτέ στο παρελθόν -με εξαίρεση ίσως την περίοδο Βούλγαρη (του επιλεγόμενου Τσουμπέ), η ζωή του τόπου δεν είχε φτάσει σ΄ αυτό το σημείο κατάπτωσης... και κατάρρευσης όλων των διαχρονικών αξιών, που δίνουν το υπόβαθρο σε μια κοινωνία να λειτουργεί συγκροτημένα και να μην αποσυντίθεται».
Η νοοτροπία της μεταπολίτευσης επιζεί ακόμη, στη χειρότερη μορφή της, με έκπτωση του πολιτικού λόγου και την πλειονότητα των πολιτικών χωρίς όραμα να αρκούνται στη διαχείριση της εξουσίας, ενώ το υποβαθμισμένο Κοινοβούλιο ψηφίζει συχνά δυστυχώς και «φωτογραφικές» τροπολογίες που δεν το τιμούν.
Γεννάται το ερώτημα αν θα μπορούσε η σημερινή περίοδος να αποτελέσει αφετηρία εξελίξεων-μεταρρυθμίσεων που θα δημιουργήσουν νέα προοπτική για τη χώρα. Η απάντηση είναι ότι θα μπορούσε να γραφεί ο επίλογος της μεταπολίτευσης, αν γινόταν τολμηρή συνταγματική αναθεώρηση, που θα έδινε ουσιαστικό περιεχόμενο στους θεσμούς, αν θεσπίζονταν και λειτουργούσαν ουσιαστικά θεσμοί διαφάνειας κι αξιοκρατίας, αν το πολιτικό σύστημα παραμέριζε την οικογενειοκρατία, αν οι πολίτες λειτουργούσαν ως ενεργοί. Δυστυχώς για όλα αυτά αντιδρούν κατεστημένα συμφέροντα και μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου, που αγωνίζεται να παρατείνει το αρρωστημένο κλίμα της μεταπολίτευσης με τελματωμένη τη χώρα... Ενδεικτικά και μόνο αναφέρω ότι σχεδόν όλες οι πολιτικές δυνάμεις που στο παρελθόν μιλούσαν για αναγκαιότητα τολμηρής συνταγματικής αναθεώρησης, μάλλον έχουν ξεχάσει ότι η σχετική διαδικασία θα μπορούσε να έχει αρχίσει από το Μάιο του 2013…


ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΑΡΟΥΦΑ
δικηγόρου, πρώην προέδρου του ΔΣΘ

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

Τα αγάλματα και οι τριήρεις στα Σκόπια

Στα Σκόπια, αφού γέμισαν τις πλατείες με αρχαιοελληνικά αγάλματα (κατά προτίμηση αγάλματα του Μ. Αλεξάνδρου και του Φιλίππου), εγκατέστησαν και τριήρεις στις όχθες του Αξιού… προκαλώντας θυμηδία, απορία κι ερωτηματικά στους Ελληνες για το τι θέλουν να πετύχουν με αυτά.
Επιγραμματικά επισημαίνω ότι τα αγάλματα δε στήνονται ως διαπραγματευτικό όπλο έναντι της Ελλάδας για να αφαιρεθούν στο πλαίσιο κάποιας νέας συμφωνίας (όπως πιστεύουν κάποιοι στην Ελλάδα), αλλά τοποθετούνται στο πλαίσιο της προσπάθειας περαιτέρω «μακεδονοποίησης» του πληθυσμού.
Φίλοι από τα Σκόπια, με τους οποίους κατά καιρούς συζητώ, μου ανέφεραν ότι ο πρωθυπουργός τους υπηρετεί το όραμα του Μισίρκωφ. Ο Μισίρκωφ, εθναπόστολος των Σκοπίων, το 1903 μετά την επανάσταση του Ιλιντεν είχε γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Μακεδονικές υποθέσεις», στο οποίο έλεγε ότι πρέπει να ξεκόψουν από τη Βουλγαρία, να υιοθετήσουν τη διάλεκτο Μοναστηρίου-Περλεπέ, την οποία να ονομάσουν και καθιερώσουν ως «μακεδονική γλώσσα», και με συγκεκριμένες ενέργειες, σε βάθος χρόνου, να δημιουργηθεί έθνος με «μακεδονική συνείδηση».
Σήμερα, επειδή η Βουλγαρία υλοποιεί μακροπρόθεσμο σχέδιο «εκβουλγαρισμού» των Σκοπίων (δίνοντας βουλγαρική υπηκοότητα σε κατοίκους της FYROM, υποτροφίες σε παιδιά για σπουδές σε βουλγαρικά ΑΕΙ κ.λπ.), η σημερινή ηγεσία των Σκοπίων αντιδρώντας και θέλοντας να εξοβελίσει τις βουλγαρικές ρίζες προσπαθεί μέσω της υιοθέτησης προσώπων και γεγονότων του Μακεδονικού Ελληνισμού να «μακεδονοποιήσει» τον πληθυσμό, καλλιεργώντας αίσθημα περηφάνιας για την ένδοξη αλλά... κλεμμένη ιστορία τους. Ταυτόχρονα επειδή η νεολαία, λόγω παγκοσμιοποίησης, εύκολα θα αποδεχόταν κάποιο συμβιβασμό, προσπαθεί να αναχαιτίσει την συμβιβαστική τάση τονώνοντας το φρόνημα μέσω του –κλεμμένου- ενδόξου παρελθόντος. Τα αγάλματα μπαίνουν για να μείνουν, για να μεγαλώσει η σημερινή γενιά με αυτά και να τα θεωρεί τμήμα της ιστορίας τους.
Δυστυχώς στη χώρα μας η κοινή γνώμη (και πολλοί πολιτικοί μας και στελέχη του κρατικού μηχανισμού) αγνοούν και την ιστορία αλλά και τις εξελίξεις του θέματος τις οποίες αντιμετωπίζουμε, όπως πάντα, χωρίς στρατηγική.
Στην αντιμετώπιση του θέματος υπήρξαν διαχρονικά πολλά λάθη. Μπορεί η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών από την ίδρυσή της (και πολύ περισσότερο τα τελευταία χρόνια) να τεκμηρίωνε επιστημονικά τις ελληνικές θέσεις αλλά δυστυχώς οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έβλεπαν μακριά. Το μετεμφυλιακό κλίμα και η εξάρτηση της χώρας από ΗΠΑ-ΝΑΤΟ ανάγκαζαν την ηγεσία της να κρατά χαμηλούς τόνους έναντι του «αδέσμευτου» Τίτο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι σε διεθνές επίπεδο αναγνωριζόταν η ενιαία Γιουγκοσλαβία. Στο πλαίσιο σωστής στρατηγικής από τότε έπρεπε σε διεθνές επίπεδο να προβάλλεται η ιστορική αλήθεια και να χρησιμοποιείται ο όρος Μακεδονία και Μακεδονικό στην επωνυμία φορέων με διεθνή παρουσία. Θα μπορούσε π.χ. από το 1950 να έχουμε Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης, ενώ όταν ιδρύθηκε το ΚΘΒΕ το 1961 από τον Κ. Καραμανλή θα μπορούσε να ονομαστεί «Θέατρο Μακεδονίας-Θράκης» (για να μην προβάλλεται διεθνώς το «Μακεδονικό Εθνικό Θέατρο» των Σκοπίων) και έπρεπε να υπάρχει από τότε το «Πανεπιστήμιο Μακεδονίας».
Θα μπορούσαμε πολλά να πούμε και για σημερινά λάθη αλλά δεν πρέπει και δεν έχει νόημα. Με έμφαση επισημαίνω όμως ότι η FYROM, με τη σημερινή ηγεσία της, λειτουργεί αποσταθεροποιητικά στην περιοχή και η χώρα μας αντί της σιωπής οφείλει καθημερινά να το υπενθυμίζει στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ και να χαράξει μακροπρόθεσμη στρατηγική. Η οικονομική κρίση δεν αποτελεί «άλλοθι» διότι χώρες εξαθλιωμένες, όπως π.χ. η Ρουμανία, δαπανούν δεκαπλάσια από εμάς στην προσπάθειά τους να κερδίσουν τους βλαχόφωνους των Σκοπίων.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι οι χώρες που έχουν ιστορία και θέλουν να έχουν προοπτική, πρέπει να λειτουργούν με όραμα και στρατηγική παρακολουθώντας αλλά και επηρεάζοντας τις εξελίξεις. Δυστυχώς η χώρα μας δίνει την εντύπωση ότι αντιμετωπίζει το όλο θέμα υποτονικά, σαν «αγγαρεία», και όπως έλεγε ο Θουκυδίδης, εμπιστεύεται στην απερίσκεπτο ελπίδα εκείνο που επιθυμεί.

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΑΡΟΥΦΑ
δικηγόρου, πρώην προέδρου του ΔΣΘ