Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Για το μέλλον της Θεσσαλονίκης


Με αφορμή τα προσεχή εγκαίνια της ΔΕΘ αλλά και τις δημοτικές εκλογές σε μερικούς μήνες (Μάϊος 2014), γίνονται συζητήσεις(και μελλοντικά θα γίνουν περισσότερες ) για το μέλλον της Θεσσαλονίκης ,τη φυσιογνωμία της , τον ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή και τα έργα που πρέπει να γίνουν.
Τέτοιες συζητήσεις έγιναν πολλές τουλάχιστον στα τελευταία 20 χρόνια, με πομπώδεις διακηρύξεις από την κεντρική εξουσία για τον ρόλο της ως «μητρόπολης των Βαλκανίων» ενώ κάθε χρόνο η κεντρική εξουσία, με αφορμή τα εγκαίνια της ΔΕΘ, επαναλαμβάνει το «δούλεμα» περί δήθεν «συμπρωτεύουσας»..
Η αλήθεια είναι πικρή γιατί συμπρωτεύουσα δεν υπήρξε ποτέ με την έννοια της ύπαρξης κάποιου κέντρου εξουσίας στην πόλη και φυσικά δεν έγινε ποτέ Μητρόπολη των Βαλκανίων γιατί δεν αξιοποιήθηκαν οι κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις στην Βαλκανική μετά το 1989 ενώ και κάποια πράγματα που έγιναν , έγιναν με μεγάλη καθυστέρηση και δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα (γι΄ αυτό π.χ. στο Διεθνές Πανεπιστήμιο μόνο το 20% των φοιτούντων προέρχεται από γειτονικές Βαλκανικές χώρες) .. Η αλήθεια είναι ακόμη ότι η πόλη έμεινε σε περιθωριακό ρόλο γιατί οι κάθε λογής εκπρόσωποι της και κυρίως εκπρόσωποί της στην κεντρική πολιτική σκηνή(με κάποιες εξαιρέσεις) δεν πίστεψαν πραγματικά σε μια τέτοια προοπτική, δεν συγκρούστηκαν με την κεντρική εξουσία, φροντίζοντας συνήθως να στελεχώνουν τους κρατικούς οργανισμούς της πόλης με πρόσωπα που θα κινούνταν στο ίδιο κλίμα…
Ενδεικτικά για τη νοοτροπία των φορέων της πόλης θα αναφέρω μόνο δυο χαρακτηριστικά περιστατικά που έζησα το ένα ως πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου και το άλλο ως πρόεδρος του ΚΘΒΕ:
Μετά από αγώνες του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης(ήμουν πρόεδρός του την περίοδο 2005-2008) και λόγω θετικής ανταπόκρισης της τότε κυβέρνησης Καραμανλή και του τότε υφυπουργού Αθλητισμού κ.Ορφανού πετύχαμε τον Φεβρουάριο του 2006 να λειτουργήσει(σε εκτέλεση ψηφισθέντος νόμου) για πρώτη φορά αθλητικό δικαστήριο στην Θεσσαλονίκη με κατά τόπον αρμοδιότητα διαφορές από Μακεδονία, Θράκη,΄ Ηπειρο και Θεσσαλία, δηλαδή με κατά τόπον αρμοδιότητα για την μισή Ελλάδα, γεγονός που αναβάθμιζε τη Θεσσαλονίκη πέραν του γεγονότος ότι δημιουργούσε ύλη για τον νομικό της κόσμο… Λειτούργησε επιτυχώς για 7 μήνες(στεγάστηκε στο Αλεξάνδρειο Αθλητικό Μέλαθρο)αλλά τον Αύγουστο του 2006 η ΕΠΟ (με πρόεδρο μάλιστα καταγόμενο από τον Ν.Θεσσαλονίκης…)το κατήργησε με το «αστείο» επιχείρημα ότι αν πέραν των Αθηνών υπήρχε κι άλλο αθλητικό δικαστήριο θα είχαμε διάσπαση της νομολογίας…. Ως πρόεδρος τότε του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης κατήγγειλα έντονα το γεγονός και καλέσαμε ως ΔΣΘ όλες τις ΠΑΕ της πόλης να ξεκινήσουμε αγώνα ανατροπής της απόφασης της ΕΠΟ. Δυστυχώς οι διοικήσεις των ΠΑΕ αλλά και των άλλων αθλητικών ομίλων της πόλης ,πλήν λίγων εξαιρέσεων, έσκυψαν το κεφάλι και αδιαμαρτύρητα δέχθηκαν τότε το γεγονός…ενδεικτικό της νοοτροπίας αυτών που διοικούν τα αθλητικά σωματεία της Θεσσαλονίκης(για να είμαι δίκαιος επισημαίνω πως φαίνεται ότι πιθανόν κάτι αλλάζει γιατί από ότι μου ανέφερε ο πρόεδρος του ΠΑΟΚ κ.Βρύζας ο ΠΑΟΚ ετοιμάζεται να ανακινήσει το θέμα)
Το δεύτερο περιστατικό:το ΚΘΒΕ με στόχο την αναβάθμιση της πόλης πέραν των άλλων δραστηριοτήτων του τότε(ίδρυση της ένωσης θεάτρων Ν.Α Ευρώπης με έδρα τη Θεσσαλονίκη και υπογραφή πρωτοκόλλων συνεργασίας -με ανταλλαγές παραστάσεων- με όλα τα εθνικά θέατρα των Βαλκανικών χωρών), με στήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και χρήση προγράμματος της Ε.Ε φιλοξένησε το 2007 και 2008 το Ευρωπαϊκό βραβείο θεάτρου στη Θεσσαλονίκη, ένα θεσμό πανευρωπαϊκής εμβέλειας. Κι΄ επειδή η Θεσσαλονίκη έχει ανάγκη θεσμών υπερεθνικής εμβέλειας για αναβάθμισή της καλέσαμε το 2008 σύσκεψη μεγάλων φορέων της πόλης ζητώντας να αναλάβουμε όλοι μαζί για το μέλλον την πρόσκαιρη η μόνιμη φιλοξενία του θεσμού στην Θεσσαλονίκη με ανάληψη από κοινού του κόστους( περίπου 800.000 Ευρώ ετησίως) αλλά(με 1-2 εξαιρέσεις)υπήρξε ευγενική άρνηση.
Τα παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά γιατί πρόκειται για εγχειρήματα που επιτυχώς υλοποιήθηκαν στην πόλη και την αναβάθμιζαν αλλά που οι φορείς και οι εκπρόσωποι της πόλης δεν στήριξαν. Επομένως για την περιθωριοποίηση της Θεσσαλονίκης δεν φταίει μόνο η κεντρική εξουσία αλλά σε σημαντικό βαθμό φταίει και το γεγονός ότι κάποιοι εκπρόσωποι της πόλης δεν έχουν όραμα, σκύβουν το κεφάλι χωρίς να διεκδικούν και αρκούνται στην απλή διαχείριση…

Δημήτρης Γαρούφας
*Δικηγόρος-πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.

Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

Ο Ελληνισμός και τα αδιέξοδα

Ο Ελληνισμός στην ιστορική του διαδρομή πέρασε από πολλές συμπληγάδες και επιβίωσε και μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς στην οθωμανική αυτοκρατορία. Στις πιο δύσκολες στιγμές του διαμόρφωνε θεσμούς που εξασφάλιζαν την επιβίωσή του, αλλά και δημιουργούσαν προοπτική για το μέλλον. Ενδεικτικά μόνο να θυμηθούμε ότι οι ορεσίβιοι Σαρακατσάνοι εκδιώχθηκαν από τα Αγραφα λίγο πριν από την Επανάσταση του 1821 και σκόρπισαν σχεδόν σε όλα τα Βαλκάνια, αλλά κατάφεραν κι επέζησαν ως Ελληνες αποκομμένοι στη μέση της Βουλγαρίας και στα Σκόπια, κρατώντας «με νύχια και με δόντια» σαν φυλαχτό και οδηγό τις αρχαιοελληνικές ρίζες και παραδόσεις. Τελειοποίησαν το θεσμό του «τσελιγκάτου», που ήταν και συνεταιρισμός αλλά και κοινότητα, χρησιμοποιώντας τα «σ΄ναφικά» δικαστήρια για να επιλύουν τις διαφορές τους, ενώ διαμόρφωσαν κανόνες ύψιστης κοινωνικής αλληλεγγύης κι έτσι, αν κάποιος π.χ. από θεομηνία η άλλο γεγονός έχανε το κοπάδι του, αμέσως μαζεύονταν οι αρχηγοί οικογενειών και όλοι, ανάλογα με τη δυνατότητα του καθενός, πρόσφεραν ζώα από τα δικά τους κοπάδια για να δώσουν τη δυνατότητα σ' αυτόν που έχασε τα πάντα αμέσως να κάνει μια καινούργια αρχή...
Τα αναφέρω αυτά ενδεικτικά για να θυμίσω ότι ο Ελληνισμός πέρασε πολύ πιο δύσκολες περιόδους στην Ιστορία του, αλλά πάντα επιβίωνε, γιατί λειτουργούσαν κανόνες ζωής στηριγμένοι στις αρχαιοελληνικές ρίζες που εξασφάλιζαν επιβίωση και δημιουργούσαν προοπτική.
Σήμερα ο Ελληνισμός βιώνει δεινή οικονομική και πολιτική κρίση. Η κρίση αυτή είναι πιο επικίνδυνη, γιατί το πολιτικό μοντέλο της μεταπολίτευσης που επέβαλε το πολιτικό μας σύστημα, εν ονόματι ενός ψεύτικου κοσμοπολιτισμού, προσπάθησε να απομακρύνει τον Ελληνισμό από τις ρίζες του, καλλιεργώντας ένα καθαρά ωφελιμιστικό πλαίσιο αρχών νεοπλουτισμού. Ετσι η υποχρέωση στρατιωτικής θητείας των νέων έφτασε στο σημείο να χαρακτηρίζεται «βάρος» και από τον υπουργό Εθνικής Αμύνης… ενώ την εκπλήρωση αυτής της θητείας απέφυγαν με διάφορους τρόπους πλείστοι πολιτικοί μας. Το ήθος θεωρήθηκε αδυναμία και το θράσος αρετή, ενώ η εντιμότητα μειονέκτημα. Τα κόμματα εξουσίας αντί να αναζητούν ανθρώπους με προσωπικότητα και ήθος, επέλεγαν κι επιλέγουν για τη στελέχωσή τους πρόσωπα διαβλητά και μετριότητες που ήξεραν να σκύβουν καλά το κεφάλι για να διαιωνίζεται το τέλμα και η διαπλοκή.
Ακόμη και η πανάρχαια αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης ξεχάστηκε και, με εξαίρεση την Εκκλησία, οι «έχοντες και κατέχοντες» (με κάποιες εξαιρέσεις) αντί να βοηθούν ατυχήσαντες πολίτες, ασχολούνταν και ασχολούνται με την εξασφάλιση των κεφαλαίων τους σε «φορολογικούς παραδείσους», ενώ σιωπούν τώρα ακόμη και οι εφοπλιστές που σε άλλους καιρούς στήριξαν έμπρακτα και γενναία εθνικές προσπάθειες. Ακόμη και ο πνευματικός κόσμος που θα μπορούσε να ηγηθεί μιας ανανεωτικής προσπάθειας, σιωπά εκκωφαντικά και οι πολίτες πελαγοδρομούν.
Τώρα όμως χρειάζεται μια ανασύνταξη, μια αναγέννηση του Ελληνισμού, για να υπάρξει διέξοδος στα αδιέξοδα του ελλαδικού κράτους. Να βγει μπροστά ο πνευματικός κόσμος, η Εκκλησία και οι υγιείς δυνάμεις του έθνους, ενώ και οι απλοί πολίτες οφείλουν να λειτουργούν πλέον ως ενεργοί πολίτες. Οφείλουμε όλοι ξεπερνώντας τις διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος, με οδηγό πανάρχαιες ελληνικές αρχές και κανόνες ζωής, να συναντηθούμε στην κοινή προοπτική των ανοιχτών οριζόντων του οικουμενικού Ελληνισμού. Με ολιγάρκεια ως τρόπο ζωής, με εργατικότητα, μεθοδικότητα αλλά και αλληλεγγύη προς τους έχοντες ανάγκη, με αυτογνωσία και οδηγό τις αρχές του οικουμενικού Ελληνισμού να αξιοποιήσουμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του ελλαδικού κράτους και με ανοιχτούς ορίζοντες στη σκέψη και τη δράση μας να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις αναγέννησης και νέας προοπτικής για τον Ελληνισμό, που μπορεί και πρέπει να αποτελέσει το προζύμι για μια νέα ζύμωση, μια νέα προοπτική της Ευρώπης με κανόνες φιλίας και συνεργασίας αλλά και πραγματικής αλληλεγγύης σε αντιστοιχία με τον ανθρωποκεντρικό πολιτισμό της.